- παχύσπερμος
- παχύσπερμοςhaving thick semenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχύσπερμος — ον, Α (για πρόσ.) αυτός που έχει παχύ σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. πολύ σπερμος] … Dictionary of Greek
παχυσπερμοτάτη — παχύσπερμος having thick semen fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek